- προβάτου
- πρόβατονcattleneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μωρότερος προβάτου. — См. Баран … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μερινός — Ράτσα προβάτου μεσαίου μεγέθους, που είναι περιζήτητο για την άφθονη παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας μαλλιού. Φαίνεται ότι τα μ. κατάγονται από μια αφρικανική ράτσα (Ovis aries africana), η οποία εισήχθηκε εδώ και πολλούς αιώνες στην Ισπανία και… … Dictionary of Greek
ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… … Dictionary of Greek
αιμολυτικό σύστημα — Το συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο α.σ. αποτελείται από ερυθρά αιμοσφαίρια προβάτου ή από αιμολυτικό αντιπροβάτειο ορό χωρίς συμπλήρωμα. Όταν αναμείξουμε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του προβάτου με τον αντιπροβάτειο ορό δεν παρατηρείται αιμόλυση. Εάν όμως … Dictionary of Greek
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… … Dictionary of Greek
μονιεζίωση — η (κτηνιατρ.) παρασιτική νόσος τών μηρυκαστικών, ιδίως δε τού προβάτου, η οποία οφείλεται στην ταινία τού προβάτου … Dictionary of Greek
μπέε — και μέε άκλ. βέλασμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα ηχομιμητικής προέλευσης που αποδίδει το βέλασμα προβάτου (πρβλ. αρχ. βῆ / bē /)] … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek